γενειογλωσσικός

γενειογλωσσικός
-ή, -ό
φρ. «γενειογλωσσικός μυς» — μυς τής γλώσσας που χρησιμεύει στο να τήν έλκει προς τα εμπρός, ώστε να βγαίνει η κορυφή της έξω από το στόμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”